Για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα επιδημιολογικής παρακολούθησης των μελισσών ερευνά τα αίτια της θνησιμότητάς τους σε 17 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόγραμμα EPILOBEE 2012 – 2013, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύθηκαν στα μέσα Απριλίου, βάζει στο «μικροσκόπιο» όλες τις απειλές για τον σημαντικότερο επικονιαστή στη φύση.
Ποσοστά θνησιμότητας διαχείμασης μεγαλύτερα από 20% καταγράφηκαν σε Σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία), στο Βέλγιο, την Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, μεταξύ 10% και 15%, παρατηρήθηκαν σε Λετονία, Πολωνία, Γερμανία, Γαλλία και Πορτογαλία. Τα μικρότερα ποσοστά θνησιμότητας διαχείμασης (κάτω του 10%) αναφέρθηκαν στη χώρα μας, στη γειτονική Ιταλία, στην Ουγγαρία, τη Λιθουανία και τη Σλοβακία.
Χαμηλότερη από τη θνησιμότητα διαχείμασης ήταν η θνησιμότητα των μελισσών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2013 (εποχική θνησιμότητα) οπότε τα ποσοστά δεν ξεπέρασαν το 13,6%. Στην Ελλάδα η θνησιμότητα διαχείμασης ήταν κατά μέσο όρο 6,6% και η εποχική θνησιμότητα κυμάνθηκε μεταξύ 1,1% και 4%.
Όσον αφορά την αμερικανική σηψιγονία-μια πολύ σοβαρή ασθένεια των μελισσών και συγκεκριμένα του γόνου-ήταν περιορισμένη και στα 17 κράτη μέλη και κυμάνθηκε μεταξύ 0% και 11,6%. Θετικά κρούσματα ευρωπαϊκής σηψιγονίας κατεγράφησαν σε πέντε χώρες.
Η βαρρόα (βαρροϊκή ακαρίαση)-μια μάστιγα για την μελισσοκομία που προκαλείται από ένα παράσιτο της μέλισσας, το άκαρι Varroa destructor- παρατηρήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη.
Νοζεμίαση, μια παρασιτική ασθένεια των μελισσών που οφείλεται σε δύο πρωτόζωα, δεν καταγράφηκε σε Γερμανία, Δανία, Φινλανδία, Ιταλία και Λετονία. Σε πέντε από τα 17 κράτη-μέλη,εντοπίστηκε ο ιός της χρόνιας παράλυσης των μελισσών.
Ειδικότερα για τη χώρα μας, καταγράφηκαν ποσοστά αμερικανικής σηψιγονίας 2,5% με 4,5%, βαρροϊκής ακαρίασης 8,5% με 18%, νοζεμίασης 1,4% με 3,1%. Δεν καταγράφηκε κανένα κρούσμα ευρωπαϊκής σηψιγονίας και χρόνιας παράλυσης.
Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν μέσω του προγράμματος EPILOBEE έχουν καταχωρηθεί σε μια βάση δεδομένων και θα αναλυθούν περισσότερο στο άμεσο μέλλον προκειμένου να αναζητηθούν και να προσδιοριστούν οι παράγοντες που ενδέχεται να οδηγούν στη θνησιμότητα των μελισσών, όπως είναι η χρήση φυτοφαρμάκων, οι μελισσοκομικές πρακτικές, οι καιρικές συνθήκες κλπ.