Όσο καυτό είναι το θέμα της κλιματικής αλλαγής, άλλο τόσο καυτό είναι και το ερώτημα κατά πόσο επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία. Με μια λέξη, η απάντηση είναι ναι. Αλλά στη συνέχεια γεννώνται περισσότερα ερωτήματα: Πώς θα επηρεαστούν επιχειρήσεις από το νέο περιβαλλοντικό γίγνεσθαι; Και, σε ένα επόμενο στάδιο, τι μπορούν να κάνουν για να αντιμετωπίσουν αρνητικές συνέπειες; Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο περίπλοκο να απαντηθεί. Ας δούμε τι ξέρουμε για το πρώτο, όμως.
Για να κατανοήσει κανείς τους τρόπους με τους οποίους οι επιχειρήσεις σε κάθε σημείο του πλανήτη εξαρτώνται από την κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να δει σε βάθος χρόνου: τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι ικανά να καταστρέψουν υποδομές και να διαταράξουν τους παραγωγικούς κύκλους κάθε βιομηχανίας, από τη γεωργία και την κτηνοτροφία μέχρι τις μετακινήσεις και τον τουρισμό. Ακόμη κι αν οι πληγείσες περιοχές μοιάζουν να είναι μακριά από την επιχείρησή σας, οι συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι αμελητέες: η μετανάστευση για περιβαλλοντικούς λόγους και η κοινωνική αναταραχή μπορούν να επιφέρουν οικονομική και πολιτική αστάθεια σε πολλά σημεία του πλανήτη.
Παρ’ ότι είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς με ακρίβεια το βαθμό στον οποίο θα πληγεί η παγκόσμια οικονομία και πολλές έρευνες παρουσιάζουν διαφορετικά συμπεράσματα, είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να παίξουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας. Χαρακτηριστικά, μια από τις πιο σημαντικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί για την ανάλυση των οικονομικών απωλειών, αλλά και των ευκαιριών που θα προκύψουν - η έκθεση Stern- αναφέρει ότι η έγκαιρη δράση για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θα απαιτούσε μόλις 1-2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το κόστος από τις συνέπειες της αδράνειας θα μπορούσαν να ανέλθουν στο 20% του ΑΕΠ.
Κι ενώ η έκθεση Stern δημοσιεύτηκε το 2006, πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ακόμη έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας: πολύ λίγες εταιρείες κάνουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τη μείωση των εκπομπών αερίων και την προστασία του περιβάλλοντος. Σχεδόν οι μισές εταιρείες (από αυτές που αποτέλεσαν αντικείμενο της πιο πρόσφατης έρευνας της CDP σε εταιρείες της Μεγάλης Βρετανίας) αδυνατούν να συνεργαστούν με τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους ώστε να αναπτύξουν κοινή περιβαλλοντική στρατηγική. Σύμφωνα με την έρευνα Climate Vulnerability Monitor: A Guide to the Cold Calculus of A Hot Planet που διεξήγαγε ο οργανισμός DARA το 2012, η κλιματική αλλαγή (σε συνδυασμό με άλλες επιβλαβείς επιπτώσεις της χρήσης άνθρακα) προκαλεί ήδη απώλειες της τάξης του 1,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, κάτι που μεταφράζεται σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και ανθρώπινο κόστος 400.000 ζωών. Μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στο 3,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ. 250 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται από την άνοδο της στάθμης των υδάτων, 30 εκατομμύρια από τα ακραία καιρικά φαινόμενα –ιδιαιτέρως από πλημμύρες- , 25 εκατομμύρια από το λιώσιμο των πάγων και 5 εκατομμύρια από την ερημοποίηση. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το κόστος της αδράνειας σε ανθρώπινες ζωές υπολογίζεται στα 100.000.000 έως το τέλος της επόμενης δεκαετίας.
Δεν τίθεται πλέον το δίλημμα ανάπτυξη ή πρόληψη για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Είναι κατανοητό ότι το μεγαλύτερο κόστος για μια επιχείρηση σε βάθος χρόνου, είναι η απραγία του παρόντος.